- δημαρχώ
- (AM δημαρχῶ, -έω) [δήμαρχος]είμαι δήμαρχος, έχω το αξίωμα τού δημάρχου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δημαρχώ — δημάρχησα, δημαρχεύω: Δημαρχεί εδώ και τρία χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δημάρχω — Δήμαρχος chief official of a masc nom/voc/acc dual Δήμαρχος chief official of a masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημάρχω — δήμαρχος chief official of a masc nom/voc/acc dual δήμαρχος chief official of a masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δημάρχῳ — Δήμαρχος chief official of a masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημάρχῳ — δήμαρχος chief official of a masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημαρχεύω — 1. εκτελώ καθήκοντα δημάρχου, αναπληρώνω τον δήμαρχο («δημαρχεύει ο πρόεδρος τού δημοτικού συμβουλίου») 2. δημαρχώ, είμαι δήμαρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμαρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek